- δενδρολατρία
- και δενδρολατρεία, η1. η υπερβολική αγάπη για τα δένδρα2. η λατρεία τών δένδρων ως ιερών.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Baumkultus). Η λ. δενδρολατρεία μαρτυρείται από το 1882 στον Ν. Γ. Πολίτη].
Dictionary of Greek. 2013.